- κουκέτα
- η1. μικρό κρεβάτι σε καμπίνα πλοίου, αλλ. κοκέτα2. στον πληθ. οι κουκέτεςκρεβάτια, συνήθως παιδικά, τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cuccetta].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άγκλιμα — το (Α ἄγκλιμα) νεοελλ. συνήθως στον πληθ. τα αγκλίματα 1. κρεβάτι σε πλοίο, κάτω από το οποίο τοποθετούνται συνήθως δύο ή τρία συρτάρια (αλλιώς κουκέτα) 2. κάθισμα σε τραίνο, που μετατρέπεται σε κρεβάτι αρχ. ποιητικός τύπος αντί ανάκλισμα*.… … Dictionary of Greek
κοκέτα — (I) και κουκέτα, η μικρό κρεβάτι σε καμπίνα πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cuccetta]. (II) η βλ. κοκέτης … Dictionary of Greek
κοκέτα — κοκέτα, η και κουκέτα, η (λ. γαλλ. ή ιταλ.), μικρή κλίνη των πλοίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)